- χυδαῖοι
- χυδαῖοςpoured out in streamsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυδαίος — α, ο / χυδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει ή συμπεριφέρεται χωρίς ευγένεια, με προστυχιά, βάναυσος, αγροίκος (α. «χυδαίος άνθρωπος» β. «πολλά ὁ νόμος τῷ χυδαίῳ συνεχώρησεν», Πορφ. γ. «τῆς τῶν χυδαίων ἀπειρίας»,… … Dictionary of Greek
Μαβίλης, Λορέντζος — (Ιθάκη 1860 – Δρίσκος Ηπείρου 1912). Ποιητής. Αριστοκρατικής καταγωγής (ο παππούς του ήταν Ισπανός ευπατρίδης) από γονείς Κερκυραίους (συμπτωματικά γεννήθηκε στην Ιθάκη, λόγω των μετακινήσεων του δικαστή πατέρα του), έζησε έντεκα χρόνια (1879 90) … Dictionary of Greek